Τα πρώτα ημερολόγια στην ανθρώπινη ιστορία είχαν σκοπό να προσδιορίσουν τους κύκλους του ήλιου και της σελήνης με σκοπό να γνωρίζουν τις εποχές και τον χρόνο. Από τους αρχαίους Αιγύπτιους, Σουμέριους και Βαβυλώνιους έχουμε τα πρώτα ημερολόγια που βασίστηκαν στην παρατήρηση του φυσικού κόσμου γύρω τους με σκοπό να γνωρίζουν ποιες είναι οι καλύτερες εποχές για να προγραμματίσουν τις περιόδους γεωργίας και της αντίστοιχης σοδειάς, να μπορούν να γνωρίζουν δηλαδή αν οι καιρικές συνθήκες θα είναι κατάλληλες και τον αντίστοιχο καιρό.
Η τεχνολογία εξελίχθηκε, η περιέργεια του ανθρώπου να γνωρίζει τον κόσμο και να προσδιορίζει το χρόνο μεγάλωνε, και πολύ πιο ακριβείς μετρήσεις έγιναν ώστε τα σύγχρονα ημερολόγια να μπορούν να συγχρονίσουν την περιφορά της Γης γύρω από το αστέρι μας, τον ήλιο.
Το ρωμαικό ημερολόγιο, και συγκεκριμένα το Ιουλιανό, από τον Ιούλιο Καίσαρα περίπου 2070 χρόνια πριν τη σημερινή εποχή, μεταρρύθμισε τα τότε ημερολόγια προσθέτοντας μία ακόμα μέρα κάθε τέσσερα χρόνια, δημιουργώντας έτσι τα δίσεκτα έτη.
Ένα δίσεκτο έτος είναι ένα έτος που έχει 366 μέρες αντί για 365, αποδίδοντας την επιπλέον μέρα στο μήνα Φεβρουάριο, η οποία ονομάζεται 29η Φεβρουαρίου.
Γιατί συμβαίνει αυτό όμως; Η φυσική περιστροφή της Γης γύρω από τον ήλιο δεν είναι ακριβώς ένα έτος (365 μέρες) αλλά είναι ένα έτος και ένα τέταρτο της ημέρας, δηλαδή 365.25 μέρες. Κάθε τέσσερα χρόνια αυτα τα τέταρτα της ημέρας μαζεύονται και η επιπλέον μέρα καθορίστηκε ώστε να συγκλίνει η χρονική διάρκεια του ανθρώπινου ημερολογίου με το φυσικό χρόνο της περιστροφής της Γης.
Τι θα συνέβαινε αν δεν είχε γίνει αυτό;
Μετά από μερικές δεκαετίες, οι εποχές όπως τις προσδιορίζουμε θα μετατίθονταν και θα επηρεαζόταν η αγροτική παραγωγή καθώς και κοινωνικά συμβάντα στο ανθρώπινο ημερολόγιο (Χριστούγεννα, γιορτές) θα αποδιοργανώντουσαν και θα χάναμε το χρόνο σε σχέση με τους φυσικούς κύκλους της Γης, της ανατολής και της δύσης.
Πριν την προσθήκη της επιπλέον μέρας, προσπαθούσαν να διορθώσουν το ημερολόγιο, επαναπροσάρμοζαν τους μήνες ανάλογα με τον κύκλο της σελήνης ή κάνοντας επιπλέον διορθώσεις, προσθέτοντας μήνες και άλλα, αλλά ο Καίσαρας με τη δική του διαρρύθμιση, κατέστησε τη μέτρηση του χρόνου πιο ακριβή σε σχέση με τις εποχές και τους αστερισμούς.
https://en.wikipedia.org/wiki/1700

Νεολιθικό κτίσμα που ευθυγραμμίζεται με την εαρινή και φθινοπωρινή ισημερία, όταν ο ήλιος περνάει πάνω από τις “πυραμίδες” λίθους του. Ίσως από τις πρώτες κατασκευές που μετρούσαν το χρόνο, ίσως και από τα πρώτα αστρονομικά παρατηρητήρια. Credits: Rupert Jones/Flickr

Το ηλιακό ημερολόγιο των Αζτέκων, ένας χρόνος είχε 260 ημέρες και συγχρονιζόταν με διάφορα αστρονομικά συμβάντα και θρησκευτικές γιορτές. Χωριζόταν σε μικρότερα τμήματα (κάτι σαν τους μήνες) που το κάθε ένα είχε 20 μέρες. Η κάθε μέρα από αυτές είχε το δικό της όνομα, σύμβολο και σημασία, ενώ παράλληλα υπήρχε άλλος ένας διαχωρισμός για τα τμήματα που το καθένα είχε τις δικές του ιδιότητες. Όταν 20 μέρες επί 13 τμήματα είχαν περάσει, είχε ολοκληρωθεί μία χρονιά. Credits: Dennis Jarvis, CC

Από τα πρώτα ημερολόγια που ακολούθησαν τις φάσεις της σελήνης για να χωρίσουν το έτος, έχοντας δώδεκα μήνες με 29 ή 30 ημέρες.